- κρανοφόρος
- ος , ον носящий шлем, каску
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
κρανοφόρος — ο αυτός που φορά κράνος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κράνος + φόρος (< φόρος < φέρω), πρβλ. δορυ φόρος, τυφεκιο φόρος. Η λ. μαρτυρείται από το 1854 στον Δημήτριο Αλ. Χαντσερή] … Dictionary of Greek
κρανοφόρος — α, ο αυτός που φορά κράνος: Κρανοφόροι αστυφύλακες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κράνος — Προστατευτικό κάλυμμα του κεφαλιού, συνήθως μεταλλικό· περικεφαλαία, κάσκα. Στην ομηρική εποχή κατασκεύαζαν το κ. από δέρμα ζώου (ταύρου, λύκου, σκύλου κλπ.) και το επένδυαν με χάλκινες πλάκες. Στην αρχαία Ελλάδα κατασκευαζόταν σε διάφορες… … Dictionary of Greek